- κοντ(ο)-
- (ΑM κοντ[ο]- και κονδο-)α' συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, -ή, -ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β' συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ)2. βρίσκεται κοντά ή αναφέρεται σε μικρή απόσταση (πρβλ. κοντοχωρίτης, κοντοσιμώνω)3. έχει ή αναφέρεται σε μικρή χρονική διάρκεια (πρβλ. κοντοαναμένω)4. επίκειται χρονικά (πρβλ. κοντοβασίλεμα)5. γίνεται με δυσκολία ή με δισταγμό (πρβλ. κοντοβολεύω, κοντοσυλλαβίζω)6. ισχύει κατά προσέγγισιν (πρβλ. κοντοσυμβιβάζομαι, κοντοφέρνω).Λέξεις με α' συνθετικό κοντ(ο)- / κονδ(ο)-: α) κονδο-: αρχ. κονδοκέρατος, κονδολύχνιαμσν.κονδοειδής, κονδοήλικος, κονδόθριξ, κονδοκούρευτος, κονδομονόβολον. β) κοντ(ο)-: αρχ. κοντοπορείαμσν.κοντοαναμένω, κοντογραμμένος, κοντογύρισμα, κοντόθριξ, κοντόκερκος, κοντοκλώθομαι, κοντολεγόμενος, κοντολογιογραμμένος, κοντόλογος, κοντοουραδάτος, κοντοπηδώ, κοντόπηχη, κοντόπλατος, κοντοπλεύριον, κοντοπνευστί, κοντοπνοά, κοντοπόδης, κοντοσκάλι, κοντοστένομαι, κοντόστενος, κοντοσυμβιβάζομαι, κοντοσφίκτουρος, κοντοσώνω, κόντουρος, κοντόχειρ, κοντόψιαμσν.- νεοελλ.κοντ(ο)ανασαίνω, κοντοβήχω, κοντογυρίζω, κοντοκρατώ, κοντολογία, κοντολογίς, κοντολογώ, κοντοπόδαρος, κοντοστέκω, κοντότριχος, κοντοφθάνωνεοελλ.κοντανάσασμα, κοντοαναμένω, κοντοβασίλεμα, κοντοβασιλεύω, κοντόβλεπος, κοντοβολεύω, κοντόβραδο, κοντοβράκι, κοντογεμάτος, κοντόγεμος, κοντόγερμα, κοντογούνι, κοντοδέματος, κοντοζύγωμα, κοντοζυγώνω, κοντόθωρος, κοντοκλαδεύω, κοντοκλάδι, κοντοκλώστης, κοντοκολοκυθιά, κοντοκόβω, κοντόκορμος, κοντοκράτημα, κοντολαίμης, κοντολογιό, κοντολυγώ, κοντόμαλλο, κοντομάνικος, κοντόματος, κοντομαυλώ, κοντόμερος, κοντόμυαλος, κοντομύτης, κοντόξυλο, κοντόπαχος, κοντοπερπατώ, κοντοπίθαρος, κοντοποδαρούσα, κοντοπροσκυνώ, κοντόρ(ρ)αχο, κοντορ(ρ)αχούλα, κοντοσιμώνω, κοντόσπαθο, κοντοστάσιμο, κοντοστούμπης, κοντοστρούμπουλος, κοντοσυλλαβίζω, κοντόσφαγος, κοντόσωμος, κοντοτραβώ, κοντόφαρδος, κοντοφέρνω, κοντόφθαλμος, κοντοχέρης, κοντόχοντρος, κοντόχρονος, κοντοχωρίτης].
Dictionary of Greek. 2013.